κοφτερός

κοφτερός
abonné

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κοφτερός — ή, ό [κοφτός] 1. αυτός που κόβει καλά, αιχμηρός, οξύς («κοφτερό ψαλίδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το κοφτερό καθετί που κόβει …   Dictionary of Greek

  • κοφτερός — ή, ό αυτός που η κόψη του είναι πολύ αιχμηρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • άκαινα — ἄκαινα, η (AM) 1. μυτερό όργανο, βουκέντρα 2. μονάδα μήκους ίση με 10 πόδια μσν. μονάδα για τη μέτρηση εμβαδού ίση με 100 τετραγωνικά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στην τεχνική ορολογία αρχικά αποτελούσε ειδικό τεχνικό όρο για τη «βουκέντρα» και… …   Dictionary of Greek

  • άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …   Dictionary of Greek

  • άκρις — ἄκρις ( ιος), η (Α) (ποιητική λέξη συνήθως στον πληθυντικό) κορυφή όρους ή λόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη ρίζα *ακ «αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική επαύξηση τής ρίζας ἄκ ρι ς. Βλ. λήμμα ακ ] …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • άρπη — ἅρπη, η (Α) 1. όνομα πτηνού 2. δρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. παρουσιάζει φωνητική αναλογία με το αρχ. σλαβ. srŭpŭ και το λεττ. sirpis «δρεπάνι», συγγενεύει δε πιθ. με τα λατ. sarpio και sarpo, sarpere «κλαδεύω» και το αρχ. άνω γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • έντροχος — (Α ἔντροχος, ον) νεοελλ. ναυτ. το ουδ. ως ουσ. το έντροχο(ν) ορθογωνική τρύπα στην κεραία ή στην πλώρη τού πλοίου, μέσα στην οποία υπάρχει μικρό καρούλι για να περνά ένα σχοινί από το αυλάκι του, κν. μπαστέκα αρχ. οξύς, διαπεραστικός, κοφτερός,… …   Dictionary of Greek

  • αβγατερός — ή, ό (για τροφές) αυτός που αυξάνεται, που πληθύνεται με το βράσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατίζω αβγατώ με την παραγ. κατάλ. ερός (πρβλ. κόφτω κοφτερός)] …   Dictionary of Greek

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”